αγνάντεμα

αγνάντεμα
το [αγναντεύω]
1. επισκόπηση, κοίταγμα από μακριά
2. ύψωμα από όπου επισκοπεί κανείς τη γύρω περιοχή ή κοιτάζει μακριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγνάντεμα — το, ατος αντίκρισμα, επισκόπηση από μακριά, από ψηλό μέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνάντιο — το 1. αντίκρισμα, αγνάντεμα. 2. θέση κατάλληλη γι αγνάντεμα: Ανέβα στ αγνάντιο να δεις καλύτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • αγνάντιος — α, ο [επίρρ. αγνάντια] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός 2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο α) θέα από μακριά, αγνάντεμα β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή …   Dictionary of Greek

  • αγναντεύω — βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια. ΠΑΡ. αγνάντεμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”